- λάθριος
- λάθριος, -ον, θηλ. και -ία και -ίη (Α) [λάθρα]1. λαθραίος («κλέμματα λάθρια», Σοφ.)2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λαθρίηπροσωνυμία τής Αφροδίτης3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) λάθριαλαθραία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάθριος — secretly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθρίως — λάθριος secretly adverbial λάθριος secretly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάθριον — λάθριος secretly masc/fem acc sg λάθριος secretly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθρίοις — λάθριος secretly masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθρίοισιν — λάθριος secretly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθρίου — λάθριος secretly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθρίους — λάθριος secretly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθρίῳ — λάθριος secretly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάθρια — λάθριος secretly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάθριοι — λάθριος secretly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)